πολυτίμητος

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠτῑμητος Medium diacritics: πολυτίμητος Low diacritics: πολυτίμητος Capitals: ΠΟΛΥΤΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: polytímētos Transliteration B: polytimētos Transliteration C: polytimitos Beta Code: poluti/mhtos

English (LSJ)

Dor. -τίμᾱτος, ον, also η, ον Ar.Pax978: (τιμάω):—

   A highly honoured, freq. used in addressing a divinity, Ἀφροδίτη [Parm.]20; ὦ Ζεῦ πολυτίμητ' Pherecr.73, Ar.Fr.319; ὦ πολυτίμηθ' Ἠράκλεις Id.Ach. 807; ὦ π. θεοί Id.V.1001; θεώ Id.Th.594; ὦ π. Νεφέλαι Id.Nu.269; ὦ π. Αἰσχύλε Id.Ra.851; and (ironically) ὦ π. Εὐθύδημε Pl.Euthd. 296d; so τὸ π. ἰατρεῖον, of Aristotle, Timae. ap. Plb.12.8.4.    II at a high price, very costly, Epich.71, Ar.Fr.387.9, Alex.Trall.1.15; with play on signf. 1, [σῖτος] π. ᾇπερ τοὶ θεοί Ar.Ach.759.

German (Pape)

[Seite 674] sehr od. hoch geehrt; gew. Beiwort einer Gottheit; Ar. Ach. 727. 772; θεοί, Vesp. 1001; Ζεύς, Av. 667; Δημήτηρ, Th. 286; auch Αἰσχύλος, Ran. 850; Plat. Euthyd. 396 d; auch = hoch im Preise, theuer, Ar. Ach. 759; vgl. Mein. Menand. p. 43; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 22; auch 3 Endgn, Ar. Pax 978.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτίμητος: [ῑ], -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 978· (τῑμάω)· ― ὁ πολὺ τιμώμενος, λεγόμενον πρὸς θεόν, ὦ Ζεῦ πολυτίμητ’ Φερεκράτης ἐν «Κοριαννοῖ» 8, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ὦ πολυτίμηθ’ Ἡράκλεις Ἀρισστοφ. Ἀχ. 807· ὦ π. θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1001, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 594· ὦ π. Νεφέλαι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 269· ὦ π. Αἰσχύλε ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 851· καὶ (εἰρωνικῶς) ὦ π. Εὐθύδημε Πλάτ. Εὐθύδ. 296D. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὴν τιμήν, δαπανηρός, «ἀκριβός», Ἐπίχ. 48 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 759, Ἀποσπ. 344. 9.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 très honoré;
2 très estimé, précieux.
Étymologie: πολύς, τιμάω.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυτίμητος, -ον, θηλ. και -ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, -ον, Α
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τον εκτιμούν ή τον σέβονται πολύ («πολυτίμητος Ἀφροδίτη», Παρμ.)
2. πανάκριβος, βαρύτιμος, πολύτιμος.
επίρρ...
πολυτίμητα Ν
με πολυτίμητο τρόπο, με μεγάλες τιμές, με πολύ σεβασμό και εκτίμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τιμητός (< τιμῶ)].

Greek Monotonic

πολῠτίμητος: [ῑ], -ον και -η, -ον (τῑμάω),
I. υψηλά τιμώμενος, εξαιρετικά τιμημένος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. πολύ δαπανηρός, σε Αριστοφ.