τιμητός

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιμητός Medium diacritics: τιμητός Low diacritics: τιμητός Capitals: ΤΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: timētós Transliteration B: timētos Transliteration C: timitos Beta Code: timhto/s

English (LSJ)

τιμητή, τιμητόν,
A valued, opp. μετρητός, of land, J.AJ5.1.21: c. gen. pretii, PLond.2.316b3 (ii A.D.).
II valuable, τὸ τοῦ χρόνου τ. J.AJ16.2.4; πάντα δὲ τιματὰ τὰ πὰρ φίλων Theoc.28.25.
III τούτῳ τιμητόν he enjoys the privilege of having his penalty assessed in court, D. 27.67.

German (Pape)

[Seite 1116] geschätzt, geehrt, schätzbar, ehrenwert, Sp.; – ἀγὼν τιμητός, ein Rechtshandel, bei dem die Bestimmung der Strafe dem Richter überlassen bleibt, ἀτίμητος, wo die Strafe durch die Gesetze bestimmt ist; Dem. 27, 67; Harpocr., Suid.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut évaluer.
Étymologie: τιμάω.

Russian (Dvoretsky)

τῑμητός: подлежащий судейскому определению: ἀγὼν τ. Dem. процесс, в котором определение наказания предоставляется суду (поскольку оно не предусмотрено законами).

Greek (Liddell-Scott)

τῑμητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τιμάω, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκτιμήσῃ ἢ ὑπολογίσῃ, ἴδε ἐν λέξ. ἀτίμητος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τιμητός, -ή, -όν, ΝΑ τιμώ
1. αυτός του οποίου η αξία μπορεί να υπολογιστεί
2. ο άξιος τιμής, εκτίμησης
αρχ.
1. αυτός που αξίζει να υπολογιστεί, να ληφθεί σοβαρά υπ' όψιν («τὸ τοῦ χρόνου τιμητόν», Ιώσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τιμητόν
πρόστιμο καθορισμένο εκ τών προτέρων
3. φρ. «τιμητή δίκη» — δίκη κατά την οποία η ποινή δεν οριζόταν από τον νόμο αλλά καθοριζόταν από το δικαστήριο, αφού αυτό έκρινε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος, με βάση το τίμημα, δηλαδή την ποινή που ζητούσε ο μηνυτής, και το ανατίμημα ή υποτίμημα, που αντιπρότεινε ο κατηγορούμενος.

Greek Monotonic

τῑμητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τιμάω, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εκτιμήσει ή να υπολογίσει, βλ. ἀτίμητος.

Middle Liddell

τῑμητός, ή, όν verb. adj. of τιμάω
rateable, v. ἀτίμητος.