πόπανον

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόπᾰνον Medium diacritics: πόπανον Low diacritics: πόπανον Capitals: ΠΟΠΑΝΟΝ
Transliteration A: pópanon Transliteration B: popanon Transliteration C: popanon Beta Code: po/panon

English (LSJ)

τό, (πέσσω)

   A round cake, used at sacrifices, π. θύειν Ar.Th.285, al., cf. Pl.R.455c, Arist.Fr.489, IG2.1651, Men.129.4, PCair.Zen.569.86 (iii B.C.), Dieuch. ap. Orib.4.7.32, Porph.Abst.2.16; cj. in Thphr.Char.16.10.

German (Pape)

[Seite 681] τό, wie πέμμα, Gebäck, bes. Opferkuchen, nach Schol. Plat. Rep. V, 227 πλακούντια πλατέα καὶ λεπτὰ καὶ περιφερῆ; Ar. oft, πόπανα πέττειν Eccl. 843, θύειν Thesm. 285; τὴν τῶν ποπάνων θεραπείαν, Plat. Rep. V, 455 c.

Greek (Liddell-Scott)

πόπανον: τό, (πέπτω) ὡς τὸ πέμμα, στρογγύλος πλακοῦς ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας· συχν. παρ’ Ἀριστοφάνει· π. θύειν Ἀριστοφ. Θεσμ. 285, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 455C, Ἀριστ. Ἀποσπ. 447.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
galette pour les sacrifices.
Étymologie: πέπτω.

Spanish

pastel

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος στρογγυλού γλυκίσματος το οποίο προσφερόταν στους θεούς κατά την τέλεση θυσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα ποπ- της ρίζας του ρ. πέσσω (< pekw-jo, πρβλ. πεπ-τός, πέπ-τω) με επίθημα -ανον (πρβλ. όργ-ανον, όχ-ανον, πλόκ-ανον)].

Greek Monotonic

πόπᾰνον: τό (πέπτω) όπως πέμμα, στρογγυλό εδώδιμο παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται σε θυσίες, σε Αριστοφ.