προνώπιος

From LSJ
Revision as of 02:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

German (Pape)

[Seite 736] vor der Wand, außerhalb der Wände, übh. außerhalb, draußen; πῶς προνώπιος φαίνῃ πρὸς οἴκοις τοῖς ἐμοῖς ἔξω βεβώς Eur. Bacch. 635; τὸ προνώπιον, die Vorhalle; ἔσχατον χώρας Πελοπίας προνώπιον Hipp. 374; εἰς προνώπι' αὐτίχ' ἥξει Bacch. 639. Bei D. Hal. 4, 14 sind τὰ προνώπια compita, u. ἥρωες προνώπιοι lares compitales.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’offre aux regards ; fig. τὸ προνώπιον EUR l’entrée d’un pays ; τὰ προνώπια entrée d’une maison, carrefours.
Étymologie: προνωπής.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα ενώπια, μπροστά από την είσοδο του σπιτιού, έξω από το σπίτι
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προνώπια
ο χώρος μπροστά από την είσοδο του σπιτιού, τα πρόθυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. προνώπιος διαφέρει σημασιολογικά από το προνωπής και πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το ἐνώπιος και, κατά μία άποψη, ο τ. προνώπια προέρχεται από προ-ενώπια (< προ- + ἐνώπια «εσωτερικός τοίχος του οικοδομήματος»), βλ. και λ. προνωπής.

Russian (Dvoretsky)

προνώπιος: находящийся впереди дома: πῶς π. φαίνει οἴκοις τοῖς ἐμοῖς; Eur. как оказался ты вне моего дома?