σαργός

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαργός Medium diacritics: σαργός Low diacritics: σαργός Capitals: ΣΑΡΓΟΣ
Transliteration A: sargós Transliteration B: sargos Transliteration C: sargos Beta Code: sargo/s

English (LSJ)

(on the accent, v. Hdn.Gr.1.139), ὁ, a sea-fish, the

   A sargue, Sargus Rondeletii, Epich.55, Philyll.13, Diocl.Fr.135, Arist.HA 543a7, b15, 570a32, 591b19.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
κοινή, σήμερα, ονομασία του περκόμορφου ψαριού Diplodus sargus της οικογένειας σπαρίδες, συγγενικού με τον σπάρο, που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες
αρχ.
το θαλάσσιο ψάρι κεστρεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. μεσογειακής προέλευσης].

Russian (Dvoretsky)

σαργός: ὁ рыба сарг (Sparus Sargus) Arst., Plut.