συγκραδαίνω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾰδαίνω Medium diacritics: συγκραδαίνω Low diacritics: συγκραδαίνω Capitals: ΣΥΓΚΡΑΔΑΙΝΩ
Transliteration A: synkradaínō Transliteration B: synkradainō Transliteration C: sygkradaino Beta Code: sugkradai/nw

English (LSJ)

   A shake together, Arist.Mu.395b33:—Pass., Hypsae. ap.Stob.4.31.45.

German (Pape)

[Seite 969] mit od. zugleich schwingen, erschüttern, Arist. de mundo 4 p. 395.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾰδαίνω: κραδαίνω, σείω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 29. ― Παθ., σείομαι, τρέμω ὁμοῦ, Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50.

Greek Monolingual

Α
κραδαίνω, σείω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κραδαίνω «δονώ, ταρακουνώ»].

Greek Monolingual

Α
κραδαίνω, σείω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κραδαίνω «δονώ, ταρακουνώ»].