συμπαρατρέφω

From LSJ
Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρατρέφω Medium diacritics: συμπαρατρέφω Low diacritics: συμπαρατρέφω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΤΡΕΦΩ
Transliteration A: symparatréphō Transliteration B: symparatrephō Transliteration C: symparatrefo Beta Code: sumparatre/fw

English (LSJ)

   A bring up or keep at the same time, of wild animals kept for hunting, X.Oec.5.5.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέφω), mit dabei ernähren, aufziehen, Xen. Oec. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέφω: ἀνατρέφω ἢ διατηρῶ συγχρόνως, καὶ κυσὶν εὐπέτειαν τῆς τροφῆς παρέχουσα, καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα Ξεν. Οἰκ. 5, 5, πρβλ. Schäf εἰς Γρηγ. Κορίνθ. σ. 1040.

French (Bailly abrégé)

nourrir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρατρέφω.

Greek Monolingual

Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].

Greek Monolingual

Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].

Greek Monotonic

συμπαρατρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω ή διατηρώ, φροντίζω συγχρόνως, λέγεται για σκύλους κι άλλα ζώα, σε Ξεν.