συνημοσύνη

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνημοσύνη Medium diacritics: συνημοσύνη Low diacritics: συνημοσύνη Capitals: ΣΥΝΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: synēmosýnē Transliteration B: synēmosynē Transliteration C: synimosyni Beta Code: sunhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, in pl.,

   A agreements, covenants, Il.22.261.    II ties of friendship or relationship, A.R.1.300, 3.1105: sg., Thgn.284, as v.l. for φιλημοσύνῃ.

Greek (Liddell-Scott)

συνημοσύνη: ἡ, ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθυντ. ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνίαι, συνθῆκαι, ὑποσχέσεις ἐπίσημοι, μή μοι... συνημοσύνας ἀγόρευε, «μή μοι περὶ συνθηκῶν διαλέγου» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 261· πρβλ. συνθεσία. ΙΙ. δεσμοὶ φιλίας ἢ συγγενείας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1105· ἐν τῷ ἑνικῷ, Θεόγν. 284, μετὰ διαφ. γρ. φιλημοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 convention, engagement;
2 αἱ συνημοσύναι liens d’amitié.
Étymologie: συνήμων.

English (Autenrieth)

(ἵημι): only pl., compacts, Il. 22.261†.

Greek Monolingual

ἡ, Α συνήμων, -όνος]
1. επίσημη συμφωνία, συνθήκη
2. οικειότητα
3. συγγένεια.

Greek Monotonic

συνημοσύνη: ἡ, χρησιμ. στον πληθ. όπως το συνθῆκαι· αμοιβαίες συμφωνίες, συνθήκες, συμβόλαια, συμβάσεις, επίσημες δεσμεύσεις ή υποσχέσεις, σε Ομήρ. Ιλ.