χοιρίον

From LSJ
Revision as of 02:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρίον Medium diacritics: χοιρίον Low diacritics: χοιρίον Capitals: ΧΟΙΡΙΟΝ
Transliteration A: choiríon Transliteration B: choirion Transliteration C: choirion Beta Code: xoiri/on

English (LSJ)

τό, Dim. of χοῖρος,

   A pigling, porker, Ar.Ach.740.    II Dim. of χοῖρος 1.2, Id.V.1353.

German (Pape)

[Seite 1362] τό, 1) dim. von χοῖρος, Schweinchen, Ar. Ach. 740 u. öfter; aber auch – 2) dim. von χοῖρος 2, Ar. Vesp. 1353.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ χοῖρος, χοιρίδιον, «γουρουνόπουλον», Ἀριστοφ. Ἀχ. 740 κἑξ.· πρβλ. μυστικός. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ χοῖρος Ι. 2, Ἀριστοφ. Σφ. 1353.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit cochon, animal;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: χοῖρος.

Spanish

cerdo, lechón

Greek Monolingual

τὸ, Α χοῑρος
(υποκορ. τ.)
1. μικρός στην ηλικία χοίρος, χοιρίδιο
2. το αιδοίο της γυναίκας («ἐγώ σ', ἐπειδὰν οὑμὸς υἱὸς ἀποθάνῃ λυσάμενος ἔξω παλλακήν, ὦ χοιρίον», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

χοιρίον: τό, υποκορ. του χοῖρος, γουρουνάκι, χοιρίδιο, σε Αριστοφ.