τορύνω

From LSJ
Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορῡνω Medium diacritics: τορύνω Low diacritics: τορύνω Capitals: ΤΟΡΥΝΩ
Transliteration A: torýnō Transliteration B: torynō Transliteration C: toryno Beta Code: toru/nw

English (LSJ)

   A stir up or about, Ar.Eq.1172.    II = insculpo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1130] umrühren, zerrühren, Ar. Equ. 1172.

Greek (Liddell-Scott)

τορύνω: [ῡ], ἀναταράσσω, ἀνακατώνω διὰ τορύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1172.

French (Bailly abrégé)

remuer et écraser à l’aide d’une τορύνη.

Greek Monolingual

Α
1. ανακατεύω με την κουτάλα
2. εγχαράσσω, τορνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. της λ. τορύνη (Ι). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. τορύνη προήλθε από το ρ. τορύνω.

Greek Monotonic

τορύνω: [ῡ], (τορός), αναταρράσσω, ανακατεύω με κουτάλα, σε Αριστοφ.