υποχώρηση
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
Greek Monolingual
η / ὑποχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ ὑποχωρῶ
οπισθοδρόμηση, οπισθοχώρηση (α. «έκανε να δρασκελίσει τον φράχτη, αλλά υποχώρησε και σε λίγο έφυγε» β. «πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑποχώρησιν», Πολ.)
νεοελλ.
1. παραίτηση από αξιώσεις, συγκατάβαση, συμβιβασμός («δεν έχει μάθει στη ζωή του να μην κάνει υποχωρήσεις»)
2. μείωση της έντασης ή της δριμύτητας ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης («υποχώρηση του ψύχους»)
3. ανακοπή της ορμής
4. καθίζηση ή πτώση («υποχώρηση του εδάφους»)
5. στρ. η προς τα πίσω κίνηση μιας μαχόμενης μονάδας, αντίθετη της επίθεσης, κίνηση που γίνεται για στρατηγικούς ή τακτικούς σκοπούς
6. (για διάφορες καταστάσεις και φαινόμενα) ελάττωση της έντασης, περιορισμός του παροξυσμού (α. «υποχώρηση της θύελλας» β. «υποχώρηση της αρρώστιας»)
αρχ.
1. τόπος στον οποίο καταφεύγει ή αποσύρεται κανείς, καταφύγιο
2. (σχετικά με παλίρροια) τράβηγμα τών νερών, άμπωτη
3. διέξοδος
4. έκκριμα
5. φρ. «ὑποχώρησις γαστρός» — εκκένωση της κοιλιάς (Ιπποκρ.).