παραίτηση
From LSJ
Greek Monolingual
η / παραίτησις, -ήσεως, ΝΜΑ παραιτούμαι
εκούσια εγκατάλειψη θέσεως, αξιώματος ή δικαιώματος
νεοελλ.
1. συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς στην προϊστάμενη αρχή ότι παραιτείται από τη θέση του
2. (νομ.) ηθελημένη αποξένωση του δικαιούχου από δικαίωμα ή από δικαιώματά του, δίχως μεταβίβαση τους σε άλλο πρόσωπο
αρχ.
1. ένθερμη, επίμονη παράκληση, δέηση, ικεσία
2. αποτροπή κακού με ευχές
3. αίτηση συγγνώμης, απολογία, δικαιολογία
4. συγγνώμη, συγχώρηση («παραίτησις ἁμαρτημάτων», Φιλ.)
5. άρνηση, αποποίηση
6. μεσιτεία, μεσολάβηση προκειμένου να αποδοθεί χάρη σε κάποιον, αίτηση χάριτος υπέρ κάποιου.