ὑπερισχύω

From LSJ
Revision as of 14:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερισχύω Medium diacritics: ὑπερισχύω Low diacritics: υπερισχύω Capitals: ΥΠΕΡΙΣΧΥΩ
Transliteration A: hyperischýō Transliteration B: hyperischyō Transliteration C: yperischyo Beta Code: u(perisxu/w

English (LSJ)

[ῡ],

   A to be exceedingly strong, of fire, Thphr.Ign.10; ὁ λόγος LXX 2 Ki.24.4; οἶνος ib.qEs.3.10, cf. 4.41; of trees, to be too luxuriant, Thphr.CP3.18.2.    2 of persons, to be overbearing, Sammelb. 4638.6 (ii B. C.).    II c. gen., to be stronger than, prevail over, τοῦ πάθους J.BJ1.29.4, cf. LXX Jo.17.18: also c. acc., PPetr.2p.58 (iii B. C., cf. 3p.66), PRyl.119.30 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1197] überaus stark, fest sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερισχύω: [ῡ], εἶμαι ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ λόγος Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· οἶνος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, βλαστάνω ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23).

Greek Monolingual

ὑπερισχύω ΝΑ ἰσχύω
είμαι ή αναδεικνύομαι πανίσχυρος, επικρατώ, υπερνικώ, επιβάλλομαι
αρχ.
1. (για φωτιά) έχω υπέρμετρη ένταση
2. (για δέντρα) είμαι εξαιρετικά γόνιμος, παραγωγικός.