φόλλιξ
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
English (LSJ)
-ικος, ἡ, scab, leprous sore, Erot.
German (Pape)
[Seite 1298] ικος, ἡ, das lat. follis, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φόλλιξ: -ικος, ἡ, ψωρώδης τραχύτης τοῦ δέρματος, Ἐρωτιαν. σ. 384.
Greek Monolingual
-ικος, ἡ, Α
τραχύτητα του δέρματος που οφείλεται σε ψώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. της λ. φολίς «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- και επίθημα -ιξ, -ικος (για την εναλλαγή -ικ- / -ιδ- στο επίθημα πρβλ. κλᾴξ: κληίς, [βλ. λ. κλείδα], στάλιξ: σταλίς)].