Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ήμαρ

From LSJ
Revision as of 22:03, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α)
1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.)
2. (ως επίρρ.) ἦμαρ
κατά τη διάρκεια της ημέρας
3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» — μεσημέρι
β) «δείελον ἦμαρ» — δειλινό
γ) «ἐπ' ἤματι»
i) καθημερινά
ii) κατά το διάστημα της ημέρας
iii) κατά το τέλος της ημέρας
δ) «κατ' ἦμαρ»
i) καθημερινά
ii) σήμερα
ε) τὸ κατ' ἦμαρ» — οι καθημερινές ανάγκες, ο επιούσιος άρτος
στ) «παρ' ἦμαρ» — μέρα παρά μέρα
ζ) «ἤματι χειμερίῳ» — σε μια χειμωνιάτικη μέρα
η) «ἤματι ὀπωρινῷ» — σε μια φθινοπωρινή μέρα
θ) (για θάνατο) «νηλεὲς ἦμαρ» — μοιραία μέρα
ι) (για σκλάβους) «ἐλευθέριον ἡ δούλιον ἡ ἀναγκαῑον ἦμαρ» — η μέρα της απελευθέρωσης
ια) «νόστιμον ἦμαρ» — η μέρα της επανόδου στην πατρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επικός ιων. τ. του άμαρ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. āmōr (πρβλ. τέκμαρ: τέκμωρ) και αντιστοιχεί στο αρμ. awr «ημέρα». Η δασύτητα του αττ. παρεκτεταμένου τ. ημέρα οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το εσπέρα.
ΠΑΡ. ημάτιος.
ΣΥΝΘ. αυτήμαρ, εννήμαρ, εξήμαρ, πανήμαρ, προήμαρ (βλ. και λ. ημέρα)].