ἤθω
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
collat. form of ἠθέω (q.v.), aor. 1 ἦσα, Hp. ap. Gal.19.103.
German (Pape)
[Seite 1157] = ἠθέω, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἤθω: σπάνιος τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἠθέω (ὃ ἴδε), Ἱππ. παρὰ Γαλην. (Ἐκ τῆς √ΣΑ παράγονται ὡσαύτως τὰ σάω, σήθω· καὶ τοῦτο δύναται νὰ δικαιολογήσῃ τὸν τύπον ἠθμός, ἴδε ἐν λέξει).
Greek Monotonic
ἤθω: σπάνιος τύπος ισοδύναμος του ἠθέω.