κνώσσω

From LSJ
Revision as of 23:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνώσσω Medium diacritics: κνώσσω Low diacritics: κνώσσω Capitals: ΚΝΩΣΣΩ
Transliteration A: knṓssō Transliteration B: knōssō Transliteration C: knosso Beta Code: knw/ssw

English (LSJ)

   A slumber, Od.4.809, Simon.37.6, Pi.O.13.71, P.1.8, Theoc. 21.65, AP5.293.11 (Agath.), etc.: prov., Λάτμιον κνώσσεις 'you sleep like a top', Herod.8.10.

German (Pape)

[Seite 1464] schlafen, schlummern; Od. 4, 809; Pind. P. 13, 68; auch κνώσσων εὕδει, 1, 8; sp. D., Nic. Al. 457, Antiphil. 42 (IX, 242), Rhian. 2 (XII, 38), öfter in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κνώσσω: ὑπνώττω, κοιμῶμαι, Ὀδ. Δ. 809, Σιμων. 44. 6, Πινδ. Ο. 13. 100, Π. 1. 15, Ἀνθ. Π. 5. 294, 11, κτλ.· ― οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
dormir.
Étymologie: DELG aucune étym. en vue.

English (Autenrieth)

slumber, Od. 4.809†.

English (Slater)

κνώσσω
   1 slumber κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν (O. 13.71) ὁ δὲ (sc. αἰετός) κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ (P. 1.8)

Greek Monolingual

κνώσσω (Α)
1. κοιμάμαιπερίφρων Πηνελόπεια ἡδὺ μάλα κνώσσουσ' ἐν ὀνειρείησι πύλῃσιν», Ομ. Οδ.)
2. παροιμ. «Λάτμιον κνώσσεις» — μένεις ακίνητος σαν σβούρα, δηλαδή στριφογυρίζεις συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. θυμίζει το ὑπν-ώσσω].

Greek Monotonic

κνώσσω: κοιμάμαι ήσυχα (σαν αρνάκι), σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κνώσσω: дремать, спать Hom., Pind., Anth.