πολύπηνος

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπηνος Medium diacritics: πολύπηνος Low diacritics: πολύπηνος Capitals: ΠΟΛΥΠΗΝΟΣ
Transliteration A: polýpēnos Transliteration B: polypēnos Transliteration C: polypinos Beta Code: polu/phnos

English (LSJ)

ον,

   A thick-woven, close-woven, φάρεα E.El.191 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] viel durchwebt, φάρεα, Eur. El. 191.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπηνος: -ον, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πυκνός, Εὐρ. Ἠλ. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu épais ; broché (tissu).
Étymologie: πολύς, πήνη.

Greek Monolingual

-ον, Α
πυκνοϋφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πηνος (< πήνη «νήμα, υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος].

Greek Monotonic

πολύπηνος: -ον (πῆμα), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή πλέξη, ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπηνος -ον [πολύς, πήνη] met dicht weefsel.