ἐνιπρῆσαι
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
English (LSJ)
Ep. for ἐμπρ-, A v. ἐμπίμπρημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιπρῆσαι: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπρ-, ἴδε ἐν λ. ἐμπίπρημι.
Greek Monotonic
ἐνιπρῆσαι: απαρ. Επικ. αορ. αʹ του ἐμπίπρημι.