καταθραύω
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
A break in pieces, shatter, Pl.Plt.265d, Ti.56e (Pass.), Plu.2.949c; εἰς λεπτά Gal.18(1).471.
German (Pape)
[Seite 1349] (s. θραύω), zerbrechen, zermalmen, Plat. Polit. 265 d; καταθραυσθῇ Tim. 56 e; Sp., wie Plut. reg. et imper. apophth. p. 88; – κατάθραυστος, zerbrochen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
καταθραύω: θραύω εἰς τεμάχια, συντρίβω, Πλάτ. Πολιτικ. 265D, Τίμ. 56Ε· εἰς λεπτὰ Γαλην. 12. 357.
French (Bailly abrégé)
briser, fracasser.
Étymologie: κατά, θραύω.
Greek Monolingual
καταθραύω (Α)
θραύω σε κομμάτια, συντρίβω, κατασπάζω.
Greek Monotonic
καταθραύω: μέλ. -σω, σπάω σε κομμάτια, κομματιάζω, συντρίβω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταθραύω: разбивать на части (ἀγέλην Plat.; τὰ σώματα Plut.).