ἐπημύω

From LSJ
Revision as of 22:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπημύω Medium diacritics: ἐπημύω Low diacritics: επημύω Capitals: ΕΠΗΜΥΩ
Transliteration A: epēmýō Transliteration B: epēmyō Transliteration C: epimyo Beta Code: e)phmu/w

English (LSJ)

   A bend or bow down, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν (sc. τὸ λήϊον) Il.2.148, cf. Nic.Th.870, Opp.H.1.228, C.4.123. ἐπήν, v. ἐπεί.

German (Pape)

[Seite 920] sich senken, neigen, VLL. ἐπικατακλᾶν, ἐμπίπτειν; Nic. Th. 870; ἐπημύει δὲ κεραίη Opp. Hal. 1, 228 [wo υ, vgl. ἠμύω; Philostr. im. 2, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπημύω: κλίνω πρὸς τὰ κάτω, κάμπτομαι, «γέρνω», ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσιν (ἐξυπ. τὸ λήϊον) Ἰλ. Β. 148, πρβλ. Νικ. Θ. 870, κλ. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἠμύω.

French (Bailly abrégé)

se pencher.
Étymologie: ἐπί, ἠμύω.

Greek Monolingual

ἐπημύω (Α)
γέρνω, λυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ημύω «κάμπτω, λυγίζω»].

Greek Monotonic

ἐπημύω: [ῠ], λυγίζω ή κλίνω προς τα κάτω, γέρνω, λέγεται για χωράφι με στάρι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


to bend or bow down, of a corn-field, Il.