ὑπερμενέων

From LSJ
Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερμενέων Medium diacritics: ὑπερμενέων Low diacritics: υπερμενέων Capitals: ΥΠΕΡΜΕΝΕΩΝ
Transliteration A: hypermenéōn Transliteration B: hypermeneōn Transliteration C: ypermeneon Beta Code: u(permene/wn

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A exceedingly mighty, ἄνδρες ὑπερμενέοντες, for ὑπερμενέες, Od. 19.62. (No Verb ὑπερμενέω occurs: cf. ὑπερηνορέων.)

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμενέων: -οντος, ὁ, ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, κραταιός, ἄνδρες ὑπερμενέοντες, ἀντὶ ὑπερμενέες Ὀδ. Τ. 62. (Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα ὑπερμενέω· πρβλ. ὑπερηνορέων).

French (Bailly abrégé)

οντος;
orgueilleux, arrogant.
Étymologie: ὑπερμενής.

English (Autenrieth)

οντος (μένος): part. as adj., haughty, Od. 19.62†.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, Α
1. εξαιρετικά ισχυρός, κραταιός
2. στον πληθ. οἱ ὑπερμενέοντες
αλαζονικοί, υπεροπτικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του ὑπερμενής σχηματισμένος, για μετρικούς λόγους, με την κατάλ. -έων τών μτχ. (πρβλ. δυσμεν-έων: δυσμενής, ὑπερηνορ-έων: ὑπερήνωρ)].

Greek Monotonic

ὑπερμενέων: -οντος, ὁ, μτχ. χωρίς ενεστ. σε χρήση, υπερβολικά δυνατός, ισχυρός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερμενέων: οντος adj. m неукротимый, буйный (ἄνδρες Hom.).