σωμασκέω

From LSJ
Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμασκέω Medium diacritics: σωμασκέω Low diacritics: σωμασκέω Capitals: ΣΩΜΑΣΚΕΩ
Transliteration A: sōmaskéō Transliteration B: sōmaskeō Transliteration C: somaskeo Beta Code: swmaske/w

English (LSJ)

   A exercise the body, practise wrestling, etc., X.Cyr.1.6.17, 3.1.20, Plb.6.47.8, etc.; σ. αὑτόν D.L.8.12: metaph., σ. τὸν πόλεμον train War (personified) for action, Plu.Aem.8.

German (Pape)

[Seite 1059] den Leib üben, dah. sich als Ringer, in der Ringkunft üben, u. übertr., τὸν πόλεμον, sich auf den Krieg vorbereiten, Xen. Cyr. 1, 6, 17 Mem. 3, 9, 11 u. öfter, u. Sp., wie Pol. 6, 47, 8, Plut. Aem. Paul. 8.

Greek (Liddell-Scott)

σωμασκέω: ἐξασκῶ, γυμνάζω τὸ σῶμα, γυμνάζομαι εἰς τὴν πάλην, κτλ., Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17., 3. 1, 20, κλπ.· σ. αὑτὸν Διογ. Λ. 8. 12· - μεταφορ., σ. τὸν πόλεμον, γυμνάζω ἐμαυτὸν εἰς τὸν πόλεμον, παρασκευάζομαι εἰς πόλεμον, Πλουτ. Αἰμίλ. 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 exercer son corps, s’exercer dans les gymnases;
2 préparer en s’exerçant : τὸν πόλεμον PLUT s’exercer pour se préparer à la guerre.
Étymologie: σῶμα, ἀσκέω.

Greek Monotonic

σωμασκέω: μέλ. -ήσω, γυμνάζω, εξασκώ το σώμα, γυμνάζομαι στην πάλη, σε Ξεν.· μεταφ., σωμασκέω τὸν πόλεμον, εξασκούμαι στον πόλεμο, δηλ. προπαρασκευάζομαι, προετοιμάζομαι για πόλεμο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σωμασκέω: заниматься телесными упражнениями, развивать тело Xen.: σ. ἑαυτὸν ἰσχάσι ξηραῖς Diog. L. питаться (досл. укреплять свое тело) сушеными фигами; σ. τὸν πόλεμον Plut. готовиться к войне.