συγκατάγω
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
English (LSJ)
[ᾰγ],
A bring down along with or together, Arist.HA 620b18, Mete.371a12; bring with one to port, PHib.1.49.5 (iii B.C.). 2 join in bringing back, τὸν τύραννον Ar.Th.339, cf. Isoc. 16.13; τὸν Διόνυσον (at the Καταγώγια, q.v.); τὸν δῆμον Aeschin.2.78; from exile, Pl.Ep.333e.
German (Pape)
[Seite 964] (s. ἄγω), mit herab- oder herunterführen, mit zurückbringen, τύραννον, Ar. Thesm. 339; ins Vaterland Verbannte Plat. Ep. VII, 333 e.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατάγω: μέλλ. -ξω, κατάγω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2, Μετεωρ. 3. 1, 8. 2) βοηθῶ εἰς τὸ νὰ ἐπαναφέρῃ τις τινα, τὸν τύραννον Ἀριστοφ. Θεσμ. 339, πρβλ. Ἰσοκρ. 349D· τὸν δῆμον Αἰσχίν. 38. 21· ἐκ τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἐπιστ. 333Ε.
French (Bailly abrégé)
contribuer à ramener.
Étymologie: σύν, κατάγω.
Greek Monolingual
Α κατάγω
1. οδηγώ προς τα κάτω μαζί με κάποιον
2. μεταφέρω με κάποιον στο λιμάνι
3. βοηθώ στο να επαναφέρει κανείς κάποιον («τὸν τύραννον συγκατάγειν», Αριστοφ.)
4. (σχετικά με εξόριστο) επαναφέρω στην πατρίδα.
Greek Monolingual
Α κατάγω
1. οδηγώ προς τα κάτω μαζί με κάποιον
2. μεταφέρω με κάποιον στο λιμάνι
3. βοηθώ στο να επαναφέρει κανείς κάποιον («τὸν τύραννον συγκατάγειν», Αριστοφ.)
4. (σχετικά με εξόριστο) επαναφέρω στην πατρίδα.
Greek Monotonic
συγκατάγω: μέλ. -ξω, βοηθώ στην επαναφορά κάποιου πράγματος, τὸν δῆμον, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
συγκατάγω: (τᾰ)
1) содействовать возвращению, вместе возвращать из изгнания (τινά Arph., Plat.);
2) совместно восстанавливать в правах, возвращать к власти (τὸν δῆμον Aeschin., Plut.);
3) сводить вниз, стягивать, втягивать: ἡ ἕλιξ συγκατάγουσα τὸ νέφος Arst. вихрь, увлекающий за собой облако.