λιπαροκρήδεμνος

From LSJ
Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰροκρήδεμνος Medium diacritics: λιπαροκρήδεμνος Low diacritics: λιπαροκρήδεμνος Capitals: ΛΙΠΑΡΟΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: liparokrḗdemnos Transliteration B: liparokrēdemnos Transliteration C: liparokridemnos Beta Code: liparokrh/demnos

English (LSJ)

ον,

   A with bright headband, Il.18.382, h.Cer.25, 459, etc.

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzender Hauptbinde: Χάρις, Il. 18, 382; θεαί, p. bei Ath. XV, 682 f; vgl. H. h. Cer. 25. 459; Orph. Arg. 623.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰροκρήδεμνος: -ον, ἔχων λαμπρὸν κρήδεμνον (κεφαλόδεσμον), Ἰλ. Σ. 382, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 25. 459, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux bandelettes brillantes.
Étymologie: λιπαρός, κρήδεμνον.

English (Autenrieth)

with shining head-band, Il. 18.382†.

Greek Monolingual

λιπαροκρήδεμνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + κρήδεμνον.

Greek Monotonic

λῐπᾰροκρήδεμνος: -ον, αυτός που έχει λαμπρό κεφαλόδεσμο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰροκρήδεμνος: с блистающей повязкой на голове (Χάρις Hom.).