παρεξίημι

From LSJ
Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεξίημι Medium diacritics: παρεξίημι Low diacritics: παρεξίημι Capitals: ΠΑΡΕΞΙΗΜΙ
Transliteration A: parexíēmi Transliteration B: parexiēmi Transliteration C: pareksiimi Beta Code: pareci/hmi

English (LSJ)

   A allow to pass through, ἅρματα D.C.40.2, cf. 50.31 ; of Time, let pass, τέσσερας ἡμέρας Hdt.7.210 (v.l.).    II aor. inf. παρεξέμεν, divulge, dub. in h.Cer.478 ; cf. παρέξειμι 11.

German (Pape)

[Seite 517] (s. ἵημι), daneben vorbei- od. herauslassen; παρεξῆκε ἡμέρας τέσσερας, er ließ vorübergehen, Her. 7, 210; ἐκεῖνα παρεξιέντες τὰ ἅρματα, D. Cass. 40, 2, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παρεξίημι: ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, ἐξάγω, Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ παρεξέμεν, ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. παρέξειμι.

French (Bailly abrégé)

laisser passer.
Étymologie: παρά, ἐξίημι.

Greek Monolingual

Α
1. εξάγω, αφήνω κάτι να βγει έξω
2. (για χρόνο) αφήνω να περάσει («τέσσαρας... παρεξῆκε ἡμέρας», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐξίημι «βγάζω, αφήνω κάτι να βγει»].

Greek Monotonic

παρεξίημι: αφήνω να περάσει· λέγεται για το χρόνο, αφήνω να φύγει από δίπλα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παρεξίημι: пропускать, выжидать (τέσσερας ἡμέρας Her.).