ἀνθεμουργός

From LSJ
Revision as of 16:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθεμουργός Medium diacritics: ἀνθεμουργός Low diacritics: ανθεμουργός Capitals: ΑΝΘΕΜΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: anthemourgós Transliteration B: anthemourgos Transliteration C: anthemourgos Beta Code: a)nqemourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A working in flowers, ἡ ἀ., i.e. the bee, A.Pers.612.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, Blumen verarbeitend, Aesch. Pers. 604, die Biene, die aus Blumen ihren Honig bereitet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεμουργός: -όν, (*ἔργω) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ μέλι, τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲς μέλι Αἰσχύλ. Πέρσ. 612.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui exploite les fleurs (abeille).
Étymologie: ἄνθεμον, ἔργον.

Spanish (DGE)

-όν
que trabaja en las flores e.d. la abeja τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα A.Pers.612.

Greek Monolingual

ἀνθεμουργός, -όν (Α)
επίθ. της μέλισσας, επειδή εργάζεται το μέλι απ' τον χυμό των λουλουδιών.

Greek Monotonic

ἀνθεμουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται στα λουλούδια, λέγεται για μέλισσες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθεμουργός: ἡ цветочная работница, т. е. пчела Aesch.