ἀντιπροκαλέομαι

From LSJ
Revision as of 13:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπροκᾰλέομαι Medium diacritics: ἀντιπροκαλέομαι Low diacritics: αντιπροκαλέομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΡΟΚΑΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antiprokaléomai Transliteration B: antiprokaleomai Transliteration C: antiprokaleomai Beta Code: a)ntiprokale/omai

English (LSJ)

Med.,

   A retort a legal challenge (πρόκλησις), D.37.43; challenge in turn, c. acc. et inf., D.H. 15.8.

German (Pape)

[Seite 259] (s. καλέω), dagegen einen Vorschlag, Bedingungen machen, Dem. 37, 43; D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπροκᾰλέομαι: μέσ., ἀντιτάσσω πρόκλησιν κατὰ προκλήσεως, ἠναγκαζόμην, παρ’ ἃ ἠγούμην δίκαι’ εἶναι, ἀντιπροκαλεῖσθαι Δημ. 979. 9: προκαλοῦμαι τὸν προκαλεσάμενον, ἀντιπροκαλούμεθα ὑμᾶς... ἐκχωρεῖν Φρεγέλης Διον. Ἁλ. τ. 4. σ. 2325 Reisk: - Ἐντεῦθεν ἀντιπρόκλησις, εως, ἡ, «ἀντιπροκλήσεις, ἀντιλογίαι, ἀντεγκλήματα» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
stipuler en retour ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, προκαλέομαι.

Spanish (DGE)

1 presentar a su vez una denuncia ante los tribunales ὅτι δ' οὖν ἠναγκαζόμην ... ἀντιπροκαλεῖσθαι D.37.43.
2 exigir a su vez c. ac. e inf. ἀντιπροκαλούμεθά τε ὑμᾶς ... ἐκχωρεῖν Φρεγέλλης D.H.15.8.

Greek Monotonic

ἀντιπροκᾰλέομαι: μέλ. -έσομαι, Μέσ., αντιτάσσω νόμιμη πρόκληση (πρόκλησις), σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπροκᾰλέομαι: противопоставлять или предлагать свои условия, выступать со своим предложением Dem.