πετροτόμος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ον,
A cutting stones, ἀκίδες APl.4.221 (Theaet.).
German (Pape)
[Seite 606] Steine schneidend, behauend, ἀκίδες, Theaet. Sch. 4 (Plan. 221); ὁ πετρ., Steinhauer, wie λαοτόμος. – Aber πετρότομος wäre »in Stein gehauen, geschnitten«.
Greek (Liddell-Scott)
πετροτόμος: -ον, ὁ κόπτων λίθους, ὡς τὸ λατόμος, Ἀνθ. Πλαν. 221.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe les pierres.
Étymologie: πέτρα, τέμνω.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α (για εργαλείο) αυτός που τέμνει, που πελεκάει την πέτρα («πετροτόμοις ἀκίσι», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος.
Greek Monotonic
πετροτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ.