ἰυγή
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ἡ,= ἰυγμός,
A howling, shrieking, as of men in pain, Orac. ap. Hdt.9.43, S.Ph.752;= γυναικῶν οἰμωγαί AB267; but also of the shout of heralds, Tim.Pers.233; the hissing of snakes, Nic.Th.400, Opp.H. 1.565. [ῑῡ- Orac. ap. Hdt. l.c., Nic.; ῐῡ- in S.l.c.]
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, das Geschrei; καὶ στόνος, vom Klagegeschrei des Philoktet, Soph. Phil. 741; Jauchzen, βαρβαρόφωνος Orak. bei Her. 9, 43. Vom Zischen des Basilisken, Nic. Ther. 400, u. der Schlange, Opp. Hal. 1, 565. Bei B. A. 267, 12 werden ἰυγαί als γυναικῶν οἰμωγαὶ καὶ θρῆνοι erkl. – [Ι ist bei den sp. Ep. lang.]
Greek (Liddell-Scott)
ἰυγή: ἡ, φωνή, κραυγή, βοή, ὠρυγή, οἷον ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὀδύνῃ, Χρησμ. παρ᾽ Ἡροδ. 9. 43, Σοφ. 752· ὁ συριγμὸς ὄφεων, Νικ. Θηρ. 400, Ὀππ. Ἀλ. 1. 565, Ἡσύχ., πρβλ. ἰυγμός. ῑῡ- παρὰ Σοφ. ἐνθ᾽ ἀνωτ..
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
cri de douleur, lamentation.
Étymologie: ἰύζω.
Greek Monolingual
ἰυγή, ἡ (Α) ιύζω
1. φωνή οδύνης, κραυγή, οιμωγή
2. βοή, θόρυβος.
Greek Monotonic
ἰυγή: [ῡ], ἡ (ἰύζω), ιαχή, κραυγή, βοή, λέγεται για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε πόνο, οδύνη, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἰῡγή: (ῐ) ἡ вопль, крик (βαρβαρόφωνος Her.; ἰ. καὶ στόνος Soph.).