εἰκελόνειρος

From LSJ
Revision as of 19:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκελόνειρος Medium diacritics: εἰκελόνειρος Low diacritics: εικελόνειρος Capitals: ΕΙΚΕΛΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: eikelóneiros Transliteration B: eikeloneiros Transliteration C: eikeloneiros Beta Code: ei)kelo/neiros

English (LSJ)

ον,

   A dream-like, ἀνέρες Ar.Av.687 (anap.).

German (Pape)

[Seite 726] traumähnlich, Ar. Av. 687, ἀνέρες.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκελόνειρος: -ον, εἴκελος, ὅμοιος ὀνείρῳ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ressemble à un songe.
Étymologie: εἴκελος, ὄνειρος.

Spanish (DGE)

-ον semejante a un sueño ἀνέρες Ar.Au.687.

Greek Monolingual

εἰκελόνειρος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όνειρο.

Greek Monotonic

εἰκελόνειρος: -ον, αυτός που μοιάζει με όνειρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰκελόνειρος: подобный сновидению, призрачный (ἀνέρες Arph.).