πνιγηρός

From LSJ
Revision as of 08:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῑγηρός Medium diacritics: πνιγηρός Low diacritics: πνιγηρός Capitals: ΠΝΙΓΗΡΟΣ
Transliteration A: pnigērós Transliteration B: pnigēros Transliteration C: pnigiros Beta Code: pnighro/s

English (LSJ)

ά, όν, (πνίγω)

   A choking, stifling, whether by throttling or heat, Ar.Ra.122 (with play on both senses); π. καλύβαι Th.2.52; [γῆ] ἐν κοίλῳ καὶ π. Hp.Aër.1; χωρία ib.24; σκηνώματα Plu.Per.34; νύκτες Arist.Pr.939b9 (Comp.); ὥρα D.H.8.89.

German (Pape)

[Seite 641] stickend, erstickend, zum Ersticken heiß, eng; ὁδὸς εἰς Ἅιδου, durch Erhängen, Ar. Ran. 122; ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτᾶσθαι, Thuc. 7, 49; οἰκήματα, Philostr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγηρός: -ά, -όν, (πνίγω) ὁ πνίγων, ἀποπνίγων εἴτε διὰ πιέσεως τοῦ λαιμοῦ εἴτε διὰ τῆς θερμότητος, παῦε, πνιγηρὰν λέγεις Ἀριστοφ. Βάτρ. 122, ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῶν δύο σημασιῶν τῆς λέξεως· πν. καλύβαι Θουκ. 2. 52, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280. 294· σκηνώματα Πλουτ. Περικλ. 34· νύκτες Ἀριστ. Πρβλ. 25. 16· ὥρα Διον. Ἁλ. 8. 89.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
étouffant, où l’on étouffe ; étroit, resserré.
Étymologie: πνίγω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πνιγηρός, -ά, -όν, ΝΑ
αποπνικτικός, αυτός που δυσκολεύει την αναπνοή, με πίεση του λαιμού, με ζέστη ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή ατμόσφαιρα» β. «σκηνώμασι πνιγηροῑς ἠναγκασμένων διαιτᾱσθαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].

Greek Monotonic

πνῑγηρός: -ά, -όν (πνίγω), αποπνικτικός, ασφυκτικός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πνῑγηρός: 1) душащий, удушающий (ὁδὸς εἰς Ἃιδου Arph.);
2) удушливый, душный (νύκτες Arst.);
3) страшно тесный, душный (καλύβαι Thuc.; σκηνώματα Plut.).