ἀποπορεύομαι
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
Pass.,
A depart, X.An.7.6.33, IG 9(2).205.18 (Melitaea), etc. II go back, return, ἐκ βαλανείου Plb. 24.7.6; of machinery (cf. foreg.), HeroAut.6.3.
German (Pape)
[Seite 320] dep. pass., abreisen, abmarschiren, bes. nach Hause zurück, Xen. Hell. 4, 8, 35 u. öfter; Pol. 25, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπορεύομαι: παθ. (πορεύω), ἀναχωρῶ, ἀπέρχομαι, Ξεν. Ἀν. 7, 6, 33, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀπέρχομαι ὀπίσω, ὑποστρέφω, Πολύβ. 25. 8, 6˙ ἐπὶ μηχανισμοῦ (πρβλ. ἀποπορεία) Ἥρων. Αὐτομ. 249Α.
French (Bailly abrégé)
s’éloigner de, gén..
Étymologie: ἀπό, πορεύομαι.
Spanish (DGE)
1 marchar X.An.7.6.33, IG 9(2).205.18 (Melitea), PHal.1.177 (III a.C.), GDI 2126.12 (Delfos II a.C.), D.C.40.29.3.
2 volver ἐκ βαλανείου Plb.24.7.6, de un mecanismo en acción, Hero Aut.6.3.
Greek Monolingual
ἀποπορεύομαι (Α)
1. αναχωρώ, απέρχομαι
2. επιστρέφω.
Greek Monotonic
ἀποπορεύομαι: μέλ. -σομαι, Παθ., απέρχομαι, αναχωρώ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπορεύομαι: 1) отправляться, уходить Xen.;
2) возвращаться Xen., Polyb.