βλακεία

From LSJ
Revision as of 17:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλᾱκεία Medium diacritics: βλακεία Low diacritics: βλακεία Capitals: ΒΛΑΚΕΙΑ
Transliteration A: blakeía Transliteration B: blakeia Transliteration C: vlakeia Beta Code: blakei/a

English (LSJ)

(-ία), Hsch.), ἡ, (βλάξ)

   A slackness, X.Cyr.2.2.25, 7.5.84; stupidity, Pl.Euthd.287e, Phld.Mus.p.56 K., Hierocl.in CA17p.457M.; τὸ τῆς β. πεδίον Luc.VH2.33.

German (Pape)

[Seite 447] ἡ, Trägheit, Dummheit, Plat. Euthyd. 287 e; καὶ ἀπονία Xen. Cyr. 2, 2, 25; vgl. 7, 5, 38; Pol. 3, 81. Erst Sp. = μαλακία.

Greek (Liddell-Scott)

βλᾱκεία: ἡ, ὀκνηρία, νωθρότης, ἠλιθιότης, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 25., 7. 5, 83, Πλάτ. Εὐθυδ. 287 Ε· -βλάκευμα, τό, ἀνόητον, μωρὸν τέχνασμα, Εὐστ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 mollesse, paresse ; lâcheté;
2 stupidité, bêtise.
Étymologie: βλακεύω.

Greek Monolingual

η (AM βλακεία) βλακεύω
διανοητική καθυστέρηση μέτριου βαθμού
νεοελλ.
ανόητα λόγια ή πράξεις.

Greek Monotonic

βλᾱκεία: ἡ, νωθρότητα, οκνηρία, κουταμάρα, ανοησία, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βλᾱκεία: ἡ вялость, неповоротливость, тж. тупоумие, тупость Xen., Plat., Polyb., Plut.