ἐγκατασπείρω

From LSJ
Revision as of 13:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατασπείρω Medium diacritics: ἐγκατασπείρω Low diacritics: εγκατασπείρω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: enkataspeírō Transliteration B: enkataspeirō Transliteration C: egkataspeiro Beta Code: e)gkataspei/rw

English (LSJ)

   A scatter, sow, implant in or among, ἐλπίδα τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων Ph.2.673; τι τῇ ὕλῃ Plu.2.1001b; φήμην Hdn.2.1.3:—Pass., Plu. Cic.14, Aen.Gaz.Thphr.p.69 B.

German (Pape)

[Seite 706] darin, darunter säen, ausstreuen, ταῖς πόλεσιν υἱοὺς ἄρχοντας Plut. Thes. 3; ταῖς πόλεσιν ἐγκατεσπαρμέναι, in den Städten zerstreu't, Cic. 14; – a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατασπείρω: διασπείρω ἐντός τινος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ἀφ’ ἑαυτοῦ τῇ ὕλῃ καὶ κατέμιξε Πλουτ. Ἠθ. 1061Β.

French (Bailly abrégé)

répandre dans, disséminer dans.
Étymologie: ἐν, κατασπείρω.

Spanish (DGE)

1 dispersar, esparcir, extender c. ac. y dat. loc. πρὶν ἂν τοῖς βλεφάροις τὸ πάθος ἐγκατασπεῖραι Seuer. en Aët.7.45, en v. pas. στρατιῶται ... πόλεσιν Plu.Cic.14, ἰκμάς τις ... τῷ βάθει τῆς γῆς Gr.Nyss.Ordin.340.13
agr. sembrar, implantar τὸν κόκκον τοῦ σινάπεως εἰς τὴν ἀγαθὴν γῆν Iren.Lugd.Haer.1.13.2, en sent. fig. ἐκεῖνο ... ὑμῶν ταῖς ἀκοαῖς A.Io.34.1.
2 fig. diseminar, dispersar τὰ ἡμερότητος ... σπέρματα ταῖς διανοίαις Ph.2.397, θειότητος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ... τῇ ὕλῃ Plu.2.1001b, cf. Corp.Herm.8.3, διερριμμένως τὰ ζώπυρα τῶν ... δογμάτων Clem.Al.Strom.7.18.110, τὰ ... δύσγνωστα ... ἐν τῷ πλάτει καρδίας Hippol.Antichr.1, en v. pas. τοῖς μὲν οὖν ἀλόγοις οὐδὲν ἀθάνατον ἐγκατέσπαρται Aen.Gaz.Thphr.62.5
ref. la palabra difundir τὸ σόφισμα τοῦτο πᾶσιν Charito 3.3.16, δόξας ... τοῖς πλήθεσιν I.Ap.2.239, φήμην Hdn.2.1.3, cf. Procl.in Ti.2.76.26.

Greek Monolingual

(AM ἐγκατασπείρω)
διασπείρω, διασκορπίζω μέσα σ' έναν χώρο.

Greek Monotonic

ἐγκατασπείρω: μέλ. -σπερῶ, διασκορπίζω μέσα ή μεταξύ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατασπείρω: 1) (внутрь чего-л.) сеять, т. е. вводить, внедрять (τὴν ζῳότητα τῇ ὕλῃ Plut.);
2) рассеивать, распределять (στρατιῶται ἐγκατεσπαρμένοι πόλεσιν Plut.).