ἐρέπτομαι
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
A feed on, c. acc., only in pres. part., mostly of granivorous animals, λωτόν, κρῖ λευκόν, πυρὸν ἐρεπτόμενοι, Il.2.776,5.196, Od.19.553, al.; of men, λωτὸν ἐ. 9.97, AP9.618 ; βότρυν ib.7.20 ; of fish, δημὸν ἐ. feeding on the fat of a carcase, Il.21.204.—Ep. Verb, used burlesquely by Ar.Eq.1295, ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων:—Act., ἐρέπτω eat, Nonn.D.40.306 ; also causal,=τρέφω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1025] (nach Hesych. ἐρέπτω = τρέφω; eigtl. rupfen, wie weidende Thiere, bes. Rinder fressen, grasen), nur part. pr., fressen, verzehren, gew. von Pflanzen fressenden Thieren, λωτόν, κρῖ λευκόν, πυρόν, Il. 2, 776. 5, 196. 7, 564 Od. 19, 553; δημόν, das Fett eines Leichnams, von Fischen, Il. 21, 202; ψάμμον Opp. H. 1, 96, von Menschen, λωτόν Od. 9, 97, wie En. ad. 335 (IX, 618); βότρυν Simon. 105 (VII, 20). Dah. komisch, von Kleonymus, φασὶν αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἀνέρων Ar. Equ. 1295.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέπτομαι: Ἀποθ., ἐσθίω, τρώγω, μετ’ αἰτ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ. (ἐξαιρουμένου τοῦ παρ’ Εὐστ.), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ χορτοφάγων ζῴων, λωτὸν κρῖ λευκόν, πυρὸν ἐρεπτόμενοι Ἰλ. Β. 776, Ε. 196, Ὀδ. Τ. 553. κ. ἀλλ., πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.: ἐπὶ ἀνθρώπων, λωτὸν ἐρ. Ι. 97, Ἀνθ. Π. 9. 618· βότρυν αὐτόθι Η. 20· ἐπὶ ἰχθύων, δημὸν ἐρεπτόμενοι, ἐσθίοντες τὸ λίπος νεκροῦ σώματος, Ἰλ. Φ. 204: - Ἐπικ. ῥῆμα ἐν κωμικῇ χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1295, ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων. Τὸ ἐνεργητ. ἐρέπω, τρώγω, παρὰ Νόννῳ ἐν Δ. 40. 306. Πρβλ. ἀν-, ὑπ- ερέπτω.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
se repaître de, manger.
Étymologie: DELG cf. lat. rapio.
English (Autenrieth)
only part. ἐρεπτόμενοι: bite off, crop, usually of animals, Il. 2.776, Il. 21.204, Od. 19.553; of men ‘plucking’ and eating of the lotus, Od. 9.97.
Greek Monolingual
ἐρέπτομαι (AM)
(αποθ.)
1. τρώγω
2. (με σκωπτική σημ. στον Αριστοφ.) καταβροχθίζω, κατατρώγω («φασὶ μέν γάρ αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων» — λέγουν ότι αυτός κατατρώγει τα φαγητά τών ευπορούντων, Αριστοφ.)
3. (σπάν. το ενεργ.) ἐρέπτω
α) τρώγω
β) (μτθ.) τρέφω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ερέπτομαι από ΙΕ ρίζα rep- «αρπάζω» με προθεματικό ε- συνδέεται με λατ. rapio «αρπάζω» και λιθ. aprepti «αρπάζω»].
Greek Monotonic
ἐρέπτομαι: αποθ., τρώω, κατατρώω, με αιτ., λωτόν, κρῖ λευκόν, πυρὸν ἐρεπτόμενοι, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐρέπτομαι: есть, пожирать (λωτόν, πυρόν Hom.; βότρυν Anth.; ирон. τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων Arph.).