θανατικός

From LSJ
Revision as of 21:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτικός Medium diacritics: θανατικός Low diacritics: θανατικός Capitals: ΘΑΝΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thanatikós Transliteration B: thanatikos Transliteration C: thanatikos Beta Code: qanatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A deadly, θ. ἐγκλήματα capital charges, D.S.37.5; νόμοι, ζημία, J.BJ3.5.7, AJ15.11.5; δίκη θ. trial on a capital charge, Plu.Per.10, Alex.42; of planetary influences, Vett. Val.129.4.    2 Medic., fatal, συνδρομή Gal.16.545.    3 Adv. -κῶς, λέγεσθαι, as expl. of δυσηλεγής, Eust.321.40.

German (Pape)

[Seite 1186] den Tod betreffend, zu ihm gehörig, δίκη, κρίσις, Proceß auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτικός: -ή, -όν, θανατηφόρος, θανάτου ἄξιος, θ. ἔγκλημα, «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· δίκη, Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ ἀσθένεια, λοιμός, πανώλης, Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la mort : θανατικὴ δίκη PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.
Étymologie: θάνατος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θανατικός, -ή, -όν) θάνατος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» — δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο, Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το θανατικό(ν)
θανατηφόρος επιδημία, λοιμός
αρχ.
μοιραίος, ολέθριος.
επίρρ...
θανατικῶς (Μ)
με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», Ευστ.).

Greek Monotonic

θᾰνᾰτικός: -ή, -όν, θανατηφόρος· θανατικὴ δίκη, ποινή θανάτου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτικός: угрожающий смертной казнью (ἐγκλήματα Diod.; δίκη Plut.): θανατικὴ κρίσις Plut. смертный приговор.