Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θάρσυνος

From LSJ
Revision as of 12:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάρσῠνος Medium diacritics: θάρσυνος Low diacritics: θάρσυνος Capitals: ΘΑΡΣΥΝΟΣ
Transliteration A: thársynos Transliteration B: tharsynos Transliteration C: tharsynos Beta Code: qa/rsunos

English (LSJ)

ον,= θαρσαλέος, Il.16.70: c. dat.,

   A relying on a thing, οἰωνῷ 13.823.

German (Pape)

[Seite 1187] poet. = θαρσαλέος, Il. 16, 70, οἰωνῷ, sich darauf verlassend, 13, 823.

Greek (Liddell-Scott)

θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, Ἰλ. Π. 70· μετὰ δοτ., ἔχων πεποίθησιν εἴς τι, πεποιθώς, οἰωνῷ Ν. 823.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de confiance en, τινι.
Étymologie: θάρσος.

English (Autenrieth)

confident, relying upon (τινί), Il. 13.823.

Greek Monolingual

θάρσυνος, -ον (Α)
1. θαρραλέος («Τρώων δέ πόλις ἐπί πᾱσα βέβηκε θάρσυνος», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ.) αυτός που έχει πεποίθηση, που έχει εμπιστοσύνη σε κάτι («ἴαχε λαός Ἀχαιῶν θάρσυνος οίωνῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαρσύνω, υποχωρητ.].

Greek Monotonic

θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω πίστη, εμπιστοσύνη σε κάτι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θάρσῠνος: 1) проникнутый уверенностью, доверяющий, твердо верящий (οἰωνῷ Hom.);
2) самоуверенный или легковерный, по друг. отважный или дерзкий (Τρώων πόλις Hom.).