θλάω
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
imper.
A θλῆ Herod. (v. infr.); inf. θλᾶν Gal.UP13.8; part. θλῶσα ib.13.3: 3sg. impf. ἔθλα (συγκατ-) Machoap.Ath.8.348f: fut. θλάσω [ᾰ] (ἐν-) Hp.Int.44: aor. ἔθλᾰσα, Ep. θλάσσα (v. infr.):—Pass., fut. θλασθήσομαι Gal.UP12.15: aor. ἐθλάσθην Hp.Ulc.6: pf. τέθλασμαι (συν-) Alex.270, Ph.1.609, Theoc.22.45:—crush, bruise, θλάσσε δέ οἱ κοτύλην Il.5.307; ὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν Od.18.97; οὔτ' ἔρρηξε βαλὼν οὔτ' ἔθλασε Hes.Sc.140; [φωνὴν] ὥσπερ θλῶσαν [τὴν ἀκοήν] S.E.M.6.40: sens. obsc., αὐτὸς τὰ σαυτοῦ θλῆ Herod.2.83:—Pass., Arist.Pr.890a3, Herod.3.44; τεθλασμένος οὔατα πυγμαῖς Theoc. l.c.; ῥάβδος -μένη LXX 4 Ki.18.21. 2 overload(?), τὰς ἅλως PFay.112.20 (i A.D.). 3 metaph., oppress, LXXJd.10.8,al. (Cf. φλάω.)
German (Pape)
[Seite 1212] fut. θλάσω, pass. τέθλασμαι, ἐθλασμένον steht Ath. XV, 699, – zerdrücken, zerquetschen, zermalmen; ὀστέα δ' εἴσω ἔθλασεν Od. 18, 95; θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην Il. 12, 384; οὔτ' ἔῤῥηξε βαλών, οὔτ' ἔθλασε Hes. Sc. 140; sp. D., wie τεθλασμένος οὔατα πυγμαῖς Theocr. 22, 45; auch sp. Medic. Vgl. φλάω (verwandt mit θραύω, τιτράω, auch vielleicht κλάω).
Greek (Liddell-Scott)
θλάω: ἀπαρ. θλᾶν, μετοχ. θλῶσα, Γαλην.: γ΄ ἑνικ. παρατ. θλῆ Ἡρώνδ. Μιμιάμβ. 2. 83, ἔθλα (συγκατ-) Μάχων παρ’ Ἀθην. 348F: μέλλ. θλάσω (ἐν-) Ἱππ. 556. 22: ἀόρ. ἔθλᾰσα, Ἐπικ. θλάσσα. ― Παθ., ἐνεστ. θλῆται Ἡρώνδ. Μιμιάμβ. 3. 44: μέλλ. θλασθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ἐθλάσθην, Ἱππ. 873. 2 (ὡς ὁ Littré διορθοῖ ἐν τοῦ Γαλην.): πρκμ. τέθλασμαι (συν-) Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 12, τέθλαγμαι Θεόκρ. 32. 45. Συντρίβω, «σπάνω», «τσακίζω», θλάσσε δὲ οἱ κοτύλην Ἰλ. Ε. 307· ὀστέα δ’ εἴσω ἔθλασεν Ὀδ. Σ. 97. οὔτ’ ἔρρηξε βαλὼν οὔτ’ ἔθλασε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 140· ἴδε ἐν λ. οὖς. ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 9. 4, 3. (φλάω εἶναι ἕτερος τύπος, πρβλ. Θ θ Ι. 2· πρβλ. ὡσαύτως θραύω).
French (Bailly abrégé)
f. θλάσω, ao. ἔθλασα, pf. τέθλακα;
Pass. f. θλασθήσομαι, ao. ἐθλάσθην, pf. τέθλασμαι;
meurtrir, froisser, broyer.
Étymologie: DELG étym. inconnue -- Babiniotis cf. skr. dhrsád « pierre de moulin ».
English (Autenrieth)
aor. ἔθλασε, θλάσσε: crush, bruise.
Spanish
Greek Monotonic
θλάω: απαρ. θλᾶν, μέλ. θλάσω, αόρ. αʹ ἔθλᾰσα, Επικ. θλάσσα· Παθ., παρακ. τέθλασμαι· σπάζω, συντρίβω, τσακίζω, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
θλάω: (pass.: fut. θλασθήσομαι, aor. ἐθλάσθην, pf. τέθλασμαι) раздавливать, (с)мять (κοτύλην τινί Hom.; σάκος χερσί Hes.; ὀστᾶ θλώμενα Arst.): εἴσω θλασάσαι Hom. вдавить что-л. внутрь; τεθλασμένος οὔατα Theocr. с израненными (в бою) ушами.