μορφάζω

From LSJ
Revision as of 00:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφάζω Medium diacritics: μορφάζω Low diacritics: μορφάζω Capitals: ΜΟΡΦΑΖΩ
Transliteration A: morpházō Transliteration B: morphazō Transliteration C: morfazo Beta Code: morfa/zw

English (LSJ)

   A gesticulate, X.Smp.6.4; make grimaces, μωκᾶσθαι καὶ μορφάζειν Phld.Vit.p.38 J., cf. Ael.NA1.29.

German (Pape)

[Seite 208] gestalten, bes. Gebehrden machen, gestikuliren; ἄλλως τε καὶ εἰ μορφάζοις ὥςπερ ἡ αὐλητρὶς καὶ σὺ πρὸς τὰ λεγόμενα, Xen. Conv. 6, 4; Sp., vgl. Poll. 4, 95, Ael. H. A. 1, 29.

Greek (Liddell-Scott)

μορφάζω: ποιῶ μορφασμούς, Ξεν. Συμπ. 6. 4· «στραβομουτσουνιάζω», Αἰλ. π. Ζ. 1. 29.

French (Bailly abrégé)

1 représenter, contrefaire, acc.;
2 abs. faire des mines, des grimaces, gesticuler.
Étymologie: μορφή.

Greek Monolingual

(ΑΜ μορφάζω) μορφή
κάνω μορφασμούς, γκριμάτσες, συσπώ τους μυς του προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω
μσν.
δίδω μορφή, διαμορφώνω, πλάθω
αρχ.
1. κινώ τα χέρια, χειρονομώ
2. μιμούμαι.

Greek Monotonic

μορφάζω: (μορφή), χρησιμοποιώ μορφασμούς του προσώπου για να εκφράσω κάτι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μορφάζω: делать разные телодвижения, жестикулировать (ὥσπεραὐλητρίς Xen.).