πανταχοῖ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
Adv.
A in every direction, any whither, ἄγειν τινά Ar.V. 1004; π. πρεσβεύσομεν (cf. πανταχοῦ), Id.Lys.1230; π. μᾶλλον οἴχεται πλέων D.4.24, cf. 8.76.
German (Pape)
[Seite 463] überall hin; Ar. Vesp. 1004; οἴχεται, Dem. 4, 24.
Greek (Liddell-Scott)
πανταχοῖ: Ἐπίρρ., κατὰ πᾶσαν διεύθυνσι, πρὸς οἱονδήποτε μέρος, Λατ. quovis, quoquoversus, ἄγειν τινὰ Ἀριστοφ. Σφ. 1004· παντ. πρεσβεύσομεν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1230· π. μᾶλλον οἴχεται πλέων Δημ. 46. 29, πρβλ. 109. 2· - ἴδε ἐν λέξ. πανταχοῦ.
French (Bailly abrégé)
adv.
de tous côtés, partout avec mouv.
Étymologie: πᾶς, -αχοῖ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, προς οποιοδήποτε μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -oῖ (πρβλ. απανταχοί), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].
Greek Monotonic
πανταχοῖ: (πᾶς), επίρρ., σε κάθε κατεύθυνση, σε οποιοδήποτε μέρος, με κάθε τρόπο, Λατ. quovis quoquoversus, σε Αριστοφ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
παντᾰχοῖ: adv. повсюду, во все места (ἄγειν τινά πρεσβεύεσθαι Arph.; οἴχεσθαι Dem.).