πανούργημα

From LSJ
Revision as of 10:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνούργημα Medium diacritics: πανούργημα Low diacritics: πανούργημα Capitals: ΠΑΝΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: panoúrgēma Transliteration B: panourgēma Transliteration C: panoyrgima Beta Code: panou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A knavish trick, villainy, S.El.1387 (lyr.), LXX Si.1.6 (v.l.); sophistry, Gal.5.251; cf. πανούργευμα.

German (Pape)

[Seite 461] τό, = πανούργευμα, Soph. El. 1387 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνούργημα: τό, πανοῦργον ἔργον, τέχνασμα, ἀπάτη, Σοφ. Ἡλ. 1387.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de fourberie ou de méchanceté.
Étymologie: πανουργέω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ πανουργώ
πονηρό έργο, δόλιο τέχνασμα, απάτη («τὸ μέντοι πανούργημα φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.)
αρχ.
σόφισμα, σοφιστεία.

Greek Monotonic

πᾰνούργημα: -ατος, τό, πανούργο τέχνασμα, απάτη, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανούργημα -ατος, τό [πανουργέω] misdaad.