παραρτύω

From LSJ
Revision as of 05:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρτύω Medium diacritics: παραρτύω Low diacritics: παραρτύω Capitals: ΠΑΡΑΡΤΥΩ
Transliteration A: parartýō Transliteration B: parartyō Transliteration C: parartyo Beta Code: parartu/w

English (LSJ)

of food,

   A season, Id.2.477,483 (Pass.) : metaph., ἱστορίαις π. τὴν ποίησιν Eust.100.30.    II Med., get ready, Plu.Luc.7.

German (Pape)

[Seite 497] Speisen bereiten, würzen, Philo; u. allgemeiner, wie παραρτίζομαι, im med., ναῦς ὅπλων καὶ βελῶν παραρτυσάμενος, Plut. Lucull. 7.

Greek (Liddell-Scott)

παραρτύω: ἐπὶ τροφῆς, ἡδύνω διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι).

French (Bailly abrégé)

préparer des aliments, particul. assaisonner;
Moy. παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.
Étymologie: παρά, ἀρτύω.

Greek Monolingual

ΜΑ
νοστιμεύω φαγητό με την προσθήκη καρυκευμάτων
μσν.
μτφ. νοστιμεύω, ομορφαίνω κάτι («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», Ευστ.)
αρχ.
μέσ. παραρτύομαι
ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀρτύω «καρυκεύω, παρασκευάζω»].

Greek Monotonic

παραρτύω: λέγεται για τροφή, νοστιμίζω με την προσθήκη άλλων υλικών, κάνω κάτι πικάντικο.

Middle Liddell

of food, to season by additions.