παυροεπής
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ές,
A of few words, AP7.713 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 537] ές, von wenig Worten, wortkarg, Antip. Sid. 47 (VII, 713), von der Erinna, die wenig gedichtet hatte.
Greek (Liddell-Scott)
παυροεπής: -ές, ὁ ὀλίγα λέγων, ὀλιγολόγος, Ἀνθ. Π. 7, 713.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a fait peu de vers.
Étymologie: παῦρος, ἔπος.
Greek Monolingual
-ές, Α
λιγόλογος, άνθρωπος λίγων λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + -επής (< ἔπος), πρβλ. καλλι-επής].
Greek Monotonic
παυροεπής: -ές (ἔπος), ολιγόλογος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παυροεπής: немногословный Anth.