πιθηκοφόρος

From LSJ
Revision as of 02:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκοφόρος Medium diacritics: πιθηκοφόρος Low diacritics: πιθηκοφόρος Capitals: ΠΙΘΗΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pithēkophóros Transliteration B: pithēkophoros Transliteration C: pithikoforos Beta Code: piqhkofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A branded with the mark of an ape, Luc.Pisc.47.

German (Pape)

[Seite 614] affentragend, Luc. Pisc. 47.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκοφόρος: -ον, ὁ φέρων πίθηκον, Λουκ. Ἀλ. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
avec une figure de singe ou affublé d’une peau de singe.
Étymologie: πίθηκος, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φέρει χαραγμένο το σήμα πιθήκου («ὄψει τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀλωπεκίας ἤ πιθηκοφόρους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

πῐθηκοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά πίθηκο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πῐθηκοφόρος: досл. несущий обезьяну, перен. с признаками обезьяны Luc.