πτωχεία
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
Ion. πτωχ-ηΐη, ἡ,
A beggary, mendicity, ἐς πτωχηΐην ἀπῖκται Hdt.3.14; εἰς ἐσχάτην πτωχεία ἐλθεῖν Pl.Lg.936b; εἰς π. καταστάντες Lys.32.10: pl., Pl.R.618a: prov., πτωχείας πενία ἀδελφή = poverty is the sister of beggary Ar.Pl.549. II poor relief, Cod.Just.1.3.41.23. πτωχεῖον, τό, poorhouse, ib.1.2.15.1 (pl.), Procop.Aed.5.9, EM187.22; written πτωχῖον, MAMA3.783; Lat.ptochium, Cod.Just.1.3.48.1.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, ion. πτωχηΐη, das Betteln; Ar. Plut. 549; Her. 3, 14; εἰς πτωχείαν τὴν ἐσχάτην ἐλθεῖν, in Bettelarmuth, Plat. Legg. XI, 936 b; neben πενίαι καὶ φυγαί, im plur., Rep. X, 618 a.
Greek (Liddell-Scott)
πτωχεία: Ἰων. -ηίη, ἡ, (πτωχεύω) τὸ πτωχεύειν, ἐπαιτεῖν, ἡ κατάστασις τοῦ ἐπαίτου, ἐς πτωχηίην ἀπῖχθαι Ἡρόδ. 3. 14· εἰς ἐσχάτην πτ. ἐλθεῖν Πλάτ. Νόμ. 936B· εἰς πτ. καταστῆναι Λυσ. 898. 9 Reisk.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 618A· παροιμ., πτωχείας πενία ἀδελφὴ Ἀριστοφ. Πλ. 549.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mendicité, pauvreté.
Étymologie: πτωχός.
English (Strong)
from πτωχεύω; beggary, i.e. indigence (literally or figuratively): poverty.
English (Thayer)
πτωχείας, ἡ (πτωχεύω);
1. beggary (Herodotus 3,14; Aristophanes, Plutarch, 549; Plato, legg. 11, p. 936{b}; Lysias p. 898,9; Aristotle, poet. c. 23p. 1459^b, 6).
2. in the N. T. poverty, the condition of one destitute of riches and abundance: opposed to πλουτεῖν, πλούσιος, ἡ κατά βάθους πτωχεία (opposed to πλοῦτος), deep, i. e. extreme poverty (see κατά, I:1b.), Sept. chiefly for ענִי, affliction, misery.)
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. πτωχηίη Α
βλ. φτώχεια.
Greek Monotonic
πτωχεία: Ιων. -ηΐη, ἡ, φτώχεια, επαιτεία, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πτωχεία: ион. πτωχηΐη ἡ нищета Arph., NT: ἐς πτωχηΐην ἀπῖχθαι Her., εἰς πτωχείαν ἐλθεῖν Plat. или καταστῆναι Lys. впасть в нищету.