χρυσοβαφής

From LSJ
Revision as of 06:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοβᾰφής Medium diacritics: χρυσοβαφής Low diacritics: χρυσοβαφής Capitals: ΧΡΥΣΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: chrysobaphḗs Transliteration B: chrysobaphēs Transliteration C: chrysovafis Beta Code: xrusobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A gold-embroidered, Plu.Demetr.41; χ. ἄνακτες Simm.25.

German (Pape)

[Seite 1380] ές, goldgefärbt, goldfarbig, aber auch = χρυσογραφής, goldgestickt; ἄνακτες Simmi. (XV, 22); bei Plut. Demetr. 41 zw.; vgl. Callixen. bei Ath. V, 200 d.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοβᾰφής: -ές, κεχρυσωμένος, χρυσοκέντητος, = χρυσογραφής, Πλουτ. Δημήτρ. 41· οὕτω, χρ. ἄνακτες Ἀνθ. Π. 15. 22· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. 1. 623.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en or, càd qui a des vêtements ou des chaussures brodées d’or.
Étymologie: χρυσός, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
βαμμένος με χρυσό χρώμα
αρχ.
αυτός που φορεί χρυσά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο-βαφής].

Greek Monotonic

χρῡσοβᾰφής: -ές (βάπτω), χρυσωμένος, χρυσοκέντητος, σε Πλούτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοβᾰφής: 1) окрашенный, т. е. расшитый золотом (ἐμβάδες Plut.);
2) блистающий золотом (ἄνακτες Anth.).