φράδμων

From LSJ
Revision as of 02:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρᾰδμων Medium diacritics: φράδμων Low diacritics: φράδμων Capitals: ΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: phrádmōn Transliteration B: phradmōn Transliteration C: fradmon Beta Code: fra/dmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A = φραδής, Il.16.638, Orac. ap. Hdt.3.57, Orph.Fr.233.

German (Pape)

[Seite 1302] ονος, verständig, einsichtsvoll, listig, klug, Orac. bei Her. 3, 57; bes. womit bekannt, kundig, Il. 16, 638 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φράδμων: -ον, γεν. ονος, συνετός. νοήμων, ὀξύς, ἔμπειρος, οὐδ’ ἄν ἔτι φράδμων περ ἀνὴρ Σαρπυδόνα δῖον ἔγνω, «ὁ δὲ λόγος· οὐδὲ ὁ πάνυ γνώριμός φησι καὶ συνήθης τῷ Σαρπηδόνι ἠδύνατο γνωρίσαι αὐτόν, διὰ τὸ αἵματι καὶ κάνει πεφῦρθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Π 638, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
prudent, sage.
Étymologie: φράζω.

English (Autenrieth)

ονος (φράζω): observing, Il. 16.638†.

Greek Monolingual

και φράσμων, -ον, Α
ευφυής, επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ- του φράζω (Ι) (πρβλ. φραδ-ή) + επίθημα -μων (πρβλ. νοή-μων)].

Greek Monotonic

φράδμων: -ον, γεν. -ονος, = φραδής, σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Russian (Dvoretsky)

φράδμων: 2, gen. ονος умный, находчивый (ἀνήρ Hom., Her.).

Middle Liddell

φράδμων, ονος, = φραδής, Il., Orac. ap. Hdt.]