φιλοσόφημα

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοσόφημα Medium diacritics: φιλοσόφημα Low diacritics: φιλοσόφημα Capitals: ΦΙΛΟΣΟΦΗΜΑ
Transliteration A: philosóphēma Transliteration B: philosophēma Transliteration C: filosofima Beta Code: filoso/fhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a subject of scientific inquiry or a philosophic treatise, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις φ. Arist.Cael.279a30; of the poems of Homer as allegorized, Plb.34.4.4.    2 in Logic, demonstration, ἔστι φ. συλλογισμὸς ἀποδεικτικός Arist.Top. 162a15.    3 philosophic principle, rule of conduct, Plu.2.1125b, Gal. Anim.Pass.1.3.    4 shrewd device or invention, Plu.2.269b.

German (Pape)

[Seite 1286] τό, das Ergebniß gelehrter, wissenschaftlicher Untersuchung, auch Betrachtung, Forschung, ὥςτε περὶ τούτου ἀπορεῖν εἰκότως ἐγένετο φιλοσόφημα πᾶσι Arist. de coel. 2; Pol. 34, 4,4; übh. Bemühung, Bestrebung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσόφημα: τό, ὑποκείμενον ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης ἢ μελέτης, φιλοσοφικὴ πραγματεία, ἐν τοῖς ἐγκυκλίοις φ. Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 13. 12, πρβλ. Πολύβ. 34. 4, 4. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, ἀπόδειξις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12· πρβλ. ἐπιχείρημα. 3) ἐπίνοια, ἐφεύρεσις, Πλούτ. 2. 269Α, 1125Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
études, recherche, invention, méditation.
Étymologie: φιλοσοφέω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φιλοσοφῶ
φιλοσοφική έρευνα, φιλοσοφική πραγματεία
νεοελλ.
φιλοσοφική ιδέα, φιλοσοφική σκέψη, φιλοσοφική αρχή, φιλοσοφικό δόγμα
αρχ.
1. το υποκείμενο επιστημονικής έρευνας ή φιλοσοφικής πραγματείας
2. (λογ.) απόδειξη
3. εφεύρεση.

Russian (Dvoretsky)

φιλοσόφημα: ατος τό
1) предмет исследования Arst., Polyb.;
2) философема, философское доказательство: ἔστι φ. συλλογισμὸς ἀποδεικτικός Arst. философема есть доказывающий силлогизм;
3) выдумка, изобретение (διαλογισμοὶ καὶ φιλοσοφήματα Plut.): ἓν τοῦ Νουμᾶ φιλοσοφημάτων Plut. одно из нововведений Нумы (Помпилия).