δειπνητής

From LSJ
Revision as of 18:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνητής Medium diacritics: δειπνητής Low diacritics: δειπνητής Capitals: ΔΕΙΠΝΗΤΗΣ
Transliteration A: deipnētḗs Transliteration B: deipnētēs Transliteration C: deipnitis Beta Code: deipnhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A diner, guest, Plb.3.57.7.

German (Pape)

[Seite 540] ὁ, der Speisende, Gast, Pol. 3, 57, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνητής: -οῦ, ὁ, ὁ δειπνῶν, συνδαιτυμών, σύνδειπνος, ὁμοτράπεζος, Πολύβ. 3. 57, 7.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
comensal (τινες) ἀγνοοῦσι παραπλήσιόν τι πάσχοντες τοῖς λίχνοις τῶν δειπνητῶν Plb.3.57.7 (pero quizá gen. plu. de δειπνητός 2), δ.· cenator, Gloss.2.267.

Greek Monolingual

δειπνητής, ο (Α) δειπνώ
1. αυτός που παραθέτει δείπνο
2. ο καλεσμένος σε δείπνο.

Russian (Dvoretsky)

δειπνητής: οῦ ὁ сотрапезник Polyb.